-
1 κρίνον
Aκρίνεα Hdt.2.92
; dat.κρίνεσιν Cratin. 98
, Ar.Nu. 911, etc.:—white lily, Lilium candidum, Thphr.HP6.6.8, Theoc.11.56, Nic.Fr.74.27, Dsc.3.102; κ. πορφυροῦν Turk's cap lily, L. chalcedonicum, Thphr.HP6.6.3, cf. Dsc.l.c.: prov.,κρίνου γυμνότερος Jul.Or.6.181c
: hence, of a needy man, Poll.6.197, etc.: symbolic of death, v. κολοκύντη.2 Egyptian bean, Nelumbium speciosum, Hdt.2.92.II kind of choral dance, Apolloph.2.IV architectural ornament, IG11(2).161 A72 (Delos, iii B. C.).
См. также в других словарях:
κρίνο — το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά αρχ. 1. είδος χορικής ορχήσεως 2. είδος άρτου 3.… … Dictionary of Greek